-
1 Βουνό με βουνό δε σμίγει
Βουνό με βουνό δε σμίγει (, οι άνθρωποι σμίγουν)• Гора с горой не сходится, человек с человеком сойдетсяИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008——————• Гора с горой не сходятсяИсточник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Βουνό με βουνό δε σμίγει
-
2 Βουνό με βουνό δε σμίγει, οι άνθρωποι σμίγουν
Βουνό με βουνό δε σμίγει (, οι άνθρωποι σμίγουν)• Гора с горой не сходится, человек с человеком сойдетсяИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008——————• Гора с горой не сходятсяИсточник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Βουνό με βουνό δε σμίγει, οι άνθρωποι σμίγουν
-
3 βουνό(ν)
τό1) гора; 2) гористая местность; 3) куча, груда, гора, масса; 4) трен, нечто большое, чрезмерное; нечто трудное, непреодолимое; βουνό τού φάνηκε η δουλιά работа казалась ему очень трудной, невыполнимой; μην τα παίρνεις βουνά! не берись за непосильное дело!;έχει βουνό(ν) τύχη — ему всегда везёт, он счастливчик;
§ παίρνω τα βουνα — б) бежать, куда глаза глядят; — б) уйти в горы, уйти в партизаны;
μαθημένα τα βουνά από (τα) χιόνια — я достаточно повидал в своей жизни; — я знаЪ, почём фунт лиха;
απ' το βουνό(ν) κατέβηκε — он совсем неотёсанный, деревенщина;
απ' το βουνό(ν) κατέβηκες; — ты что, с луны свалился?;
βουνό(ν) με βουνό(ν) μονάχα δε σμίγει — погов, гора с горой не сходится, а человек с человеком сойдётся;
τό βουνό(ν) κοιλοπονοδσε κ' ένα ποντικό γεννοδσε — погов. гора родили мышь
-
4 βουνό(ν)
τό1) гора; 2) гористая местность; 3) куча, груда, гора, масса; 4) трен, нечто большое, чрезмерное; нечто трудное, непреодолимое; βουνό τού φάνηκε η δουλιά работа казалась ему очень трудной, невыполнимой; μην τα παίρνεις βουνά! не берись за непосильное дело!;έχει βουνό(ν) τύχη — ему всегда везёт, он счастливчик;
§ παίρνω τα βουνα — б) бежать, куда глаза глядят; — б) уйти в горы, уйти в партизаны;
μαθημένα τα βουνά από (τα) χιόνια — я достаточно повидал в своей жизни; — я знаЪ, почём фунт лиха;
απ' το βουνό(ν) κατέβηκε — он совсем неотёсанный, деревенщина;
απ' το βουνό(ν) κατέβηκες; — ты что, с луны свалился?;
βουνό(ν) με βουνό(ν) μονάχα δε σμίγει — погов, гора с горой не сходится, а человек с человеком сойдётся;
τό βουνό(ν) κοιλοπονοδσε κ' ένα ποντικό γεννοδσε — погов. гора родили мышь
-
5 σμίγω
(αόρ. εσμιξα) 1. μετ.1) смешивать; соединить; сливать; 2) встречать, находить (кого-л.); 3) женить; выдавать замуж; 2. αμετ. 1) смешиваться; соединяться; сливаться; 2) присоединяться, приставить; 3) встречаться; соединяться;σμίγω στόμα με στόμα — целоваться;
4) жениться; выходить замуж;§ βουνό με βουνό δε σμίγει — погов, гора с горой не сходится, а человек с человеком сойдётся
См. также в других словарях:
βουνό — Ονομασία τριών οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 120 μ., 7 κάτ.) των Κυθήρων. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νησιού και υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κυθήρων της νομαρχίας Πειραιώς. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 680 μ., 251 κάτ.) στην πρώην… … Dictionary of Greek
σμίγω — ΝΜΑ, και σμίχω ΝΜ, και μίγω ΜΑ αναμιγνύω, ανακατεύω νεοελλ. 1. συναντώ κάποιον («τις προάλλες έσμιξα τον Κώστα») 2. συναντιέμαι με κάποιον («έχουμε να σμίξουμε πέντε μήνες») 3. ενώνομαι με άλλους, προχωρώ ή ενεργώ με άλλους («μην πορπατούσι… … Dictionary of Greek
σμίγω — έσμιξα, σμίχτηκα 1. αναμειγνύω: Έσμιξαν τα δυο κοπάδια. 2. συναντώ: Βουνό με βουνό δε σμίγει. 3. αποκαθιστώ σχέσεις: Έσμιξε ξανά με τον άντρα της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… … Dictionary of Greek